- φαλακρότητα
- φαλακρότηςbaldness on the crownfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλακρότητα — η / φαλακρότης, ητος, ΝΜΑ [φαλακρός] έλλειψη τριχών από την κεφαλή, φαλάκρα αρχ. 1. στιλπνότητα 2. μτφ. (για γη) έλλειψη βλάστησης … Dictionary of Greek
φαλακρότητα — η 1. η έλλειψη τριχών από το κεφάλι, η φαλάκρα. 2. μτφ., αβλαστησία, γυμνότητα από φυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατριχία — η 1. βιολ. έλλειψη τριχών από την επιδερμίδα 2. (για ανθρώπους) φαλακρότητα … Dictionary of Greek
λειότητα — η (AM λειότης, ητος) [λείος] 1. το να είναι κάτι λείο, ομαλότητα επιφάνειας, σε αντιδιαστολή με την τραχύτητα («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.) 2. στιλπνότητα, γυαλάδα αρχ. 1. (για τη φωνή ή για την προφορά) καθαρότητα, γλυκύτητα, απαλότητα 2.… … Dictionary of Greek
μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων … Dictionary of Greek
ψεδνότης — ητος, ἡ, Α [ψεδνός] (για πρόσ.) φαλακρότητα … Dictionary of Greek
φαλάκρα — φαλάκρα, η και φαράκλα, η και καράφλα, η 1. έλλειψη τριχών από ολόκληρο το κεφάλι ή από μέρος του, φαλακρότητα, ατριχιά. 2. το τμήμα του κρανίου που έχει απομείνει γυμνό από τρίχες: Η φαλάκρα του γυαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)